στραγγαλίς

στραγγαλίς
στραγγᾰλ-ίς, ίδος, ,
A intricate knot, Stratt.48; ὑμεῖς . . ἀεὶ στραγγαλίδας ἐσφίγγετε tied knots fast (cf. στραγγαλιάω), Pherecr.21: hence Aristocreon called Chrysippus τῶν Ἀκαδημιακῶν στραγγαλίδων κοπίδα, a knife to cut Academic knots, ap.Plu.2.1033e.
2 knot or induration in the breast or other parts, Arist.HA587b22; cf. στραγγαλιά.
3 some kind of ornament, LXX Jd.8.26; σ. ἀργυρᾶ, σ. χρυσᾶ κεκολλημένη, POxy.1449.18,23 (iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στραγγαλίς — ίδος, ἡ, ΜΑ πολύπλοκος κόμπος αρχ. 1. σοφιστική, παγιδευτική ερώτηση 2. σκλήρωμα σε κάποιο σημείο τού σώματος 3. είδος κοσμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγάλη* + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλίδας — στραγγαλίς intricate knot fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγαλίδες — στραγγαλίς intricate knot fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγαλίδων — στραγγαλίς intricate knot fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՄԵՀԵՒԱՆԴ — (ի, աց կամ ից.) NBH 2 0246 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. χλιδών, στραγγαλίς, ψέλλιον կամ ἑμπλόκιον torques, monile եւն. Բահուանդ. զարդ կանացի, որպէս քայռ, մանեակ, քօղէք, լանջագեղ կամար. ապարանջանք բազկաց եւ սրունից. *Ոսկի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”